Σωπάτρου

Σωπάτρου
Σώπατρος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θητείον — θητεῑον, τὸ (Α) [θητεύω] 1. μίσθωμα, μισθός, αντιμισθία για περίοδο εργασίας 2. φρ. «Μυστάκου θητεῑον» τίτλος έργου τού κωμικού Σωπάτρου …   Dictionary of Greek

  • σωπάτρειος — εία, ον, Α [Σώπατρος] 1. αυτός που αναφέρεται στον ανδριαντοποιό Σώπατρο 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Σωπάτρεια γιορτή στη Δήλο προς τιμήν τού Σωπάτρου …   Dictionary of Greek

  • φυσιολόγος — Βυζαντινό ποίημα, που γράφτηκε τον 13o αι. μ.Χ. Αποτελείται από 1131 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται δυο πεζά κομμάτια. Το έργο αυτό είναι ένα από τα κυριότερα της δημοτικής βυζαντινής παραγωγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”